- δερκιαομαι
- δερκιάομαι(только 3 л. pl. praes. δερκιόωνται) Hes. = δέρκομαι См. δερκομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δερκιάομαι — βλ. δέρκομαι … Dictionary of Greek
δερκιόωνται — δερκιάομαι pres subj mp 3rd pl (epic) δερκιάομαι pres ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek